υποδιαίρεση — η 1. διαίρεση τμήματος ή τμημάτων σε ακόμη μικρότερα μέρη: Υποδιαίρεση των εκατοστών σε χιλιοστά. 2. οποιαδήποτε διαίρεση, τμήμα, μερίδα: Η υποδιαίρεση των πανεπιστημιακών σχολών. 3. ό,τι προέρχεται από υποδιαίρεση: Η ενορία είναι υποδιαίρεση της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
κουρία — Υποδιαίρεση του ρωμαϊκού πληθυσμού και τόπος των συνελεύσεών του κατά τη ρωμαϊκή ιστορία. Η πρώτη οργάνωση του ρωμαϊκού λαού ήταν ο καταμερισμός των γενών σε τριάντα κ., οι οποίες με τη σειρά τους σχημάτιζαν τρεις φυλές. Ως βάση της κ. θεωρούσαν… … Dictionary of Greek
αδηλόδερμα — Υποδιαίρεση γαστεροπόδων μαλακίων, των οποίων τα βράγχια δεν είναι ορατά (αδηλοβράγχια) … Dictionary of Greek
αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
εξακτινελίδες — Υποδιαίρεση σπόγγων. Οι βελόνες του σκελετού τους, οι οποίες έχουν ως κύριο συστατικό το διοξείδιο του πυριτίου, διαθέτουν έξι ακτίνες. Οι ε. ζουν σε μεγάλο βάθος, καθώς το λεπτό και εύθραυστο σώμα τους, που μοιάζει με δαντέλες σπάνιας ομορφιάς,… … Dictionary of Greek
μεσοζωικός αιώνας — Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που προηγείται του καινοζωικού και έπεται του παλαιοζωικού αιώνα. Ο μ.α., που ονομάζεται και δευτερογενής, διήρκεσε περίπου 120 εκατομμύρια έτη και υποδιαιρείται, από κάτω προς τα άνω, στις περιόδους τριασική (40 … Dictionary of Greek
συμπέταλα — Υποδιαίρεση της τάξης των φανερόγαμων δικοτυλήδονων. Λέγονται επίσης και γαμοπέταλα. Περιλαμβάνουν θάμνους ποώδεις και έχουν άνθη πάντοτε πλήρη, δηλαδή με κάλυκα και στεφάνη. Η τελευταία σχηματίζεται από πέταλα, ενωμένα τουλάχιστον στη βάση. Οι… … Dictionary of Greek
ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 … Dictionary of Greek
σερραβάλιος — α, ο, Ν 1. γεωλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σερραβάλια υποδιαίρεση 2. φρ. «σερραβάλια βαθμίδα» ή, απλώς, «σερραβάλιο» γεωλ. υποδιαίρεση τού μειοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, υποδιαίρεση που ακολουθεί τη… … Dictionary of Greek